- ιδιοσύστατος
- -η, -ο (ΑΜ ἰδιοσύστατος, -ον)1. αυτός που υπάρχει αφ' εαυτού, αυτός που δημιουργήθηκε μόνος του, που έχει δική του ιδιαίτερη σύστασηνεοελλ.αυτός που συστήνεται μόνος του.επίρρ...ἰδιοσυστάτως (ΑΜ)με δική του υπόσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + -συστατος (< συνίστημι), πρβλ. μονο-σύστατος, νεο-σύστατος].
Dictionary of Greek. 2013.